Μια παντελώς άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος. Άγνωστη, ίσως, γιατί οι νεκροί δεν ήταν του “Κόμματος”, καθώς την απεργία καθοδηγούσαν (τρόπος του λέγειν…) αναρχικοί. Ίσως, πάλι, γιατί δεν έτυχε να γίνει ποίημα και τραγούδι, όπως εκείνη της Θεσσαλονίκης, δυο χρόνια αργότερα. Την εντόπισε ο συνονόματος συμπατριώτης και καλός δικτυακός φίλος -  και με την προτροπή του την ανεβάζω στην καλύβα. Κατά σύμπτωση την έχει γράψει ένας άλλος με το ίδιο επώνυμο, πολύ μεγαλύτερος από εμάς.

Το Κίνημα της Καλαμάτας – Anarkismo.
Η σφαγή των λιμενεργατών το 1934
Από το Δέκατο Πέμπτο Κεφάλαιο με τίτλο “Οι Ελευθεριακοί της Καλαμάτας” του έργου “Για Μια Ιστορία του Αναρχικού Κινήματος του Ελλαδικού Χώρου”. Ολόκληρο το έργο δημοσιεύεται στο http://ngnm.vrahokipos.net
Και φτάνουμε στο 1934, όταν σημειώθηκε η μεγάλη επαναστατική και αιματοβαμμένη απεργία και εξέγερση των λιμενεργατών της πόλης της Καλαμάτας. Δίνουμε και πάλι το λόγο στον Δ.Ν. Ζέρβα, στην εφημερίδα «Ελευθερία», την Κυριακή, 21 Απριλίου 2002 σελ. 10:
«Το Κίνημα της Καλαμάτας (Η σφαγή των λιμενεργατών το 1934)
«Αργοσέρνω τα βήματα στων νεκρώνε τα μνήματα και συλλογιέμαι Ώ! Φίλε Ω! άνθρωποι θ’ ακονίσω το ξίφος μου…» (Δημ. Πασαγιώτης)
Ο «Έμνοστος Τόπος», σκληρός στην πορεία του χρόνου, αλλόκοτος, στη χρονική διάρκεια της «Δωρικής Σιωπής», που τυλίγει τα φωτεινά «παράσιτα» του χώρου. Μένουν μόνο τα κορίτσια, φουσκάλες στο χλωρό κλωνάρι της θάλασσας, να γέρνουν στα παραθύρια˙ μέσα σ’ ένα φως μουντό, και μονότονο, τυφλωμένα από την απραξία του χρόνου και των ανθρώπων˙ με μόνιμα καρφωμένο το βλέμμα στην κόκκινη ανταύγεια του δειλινού που έφυγε˙ στη μακρινή διάρκεια του μοβ στον ορίζοντα˙ στα χρώματα που σκάλωσαν στα κλειστά παράθυρα και χάθηκαν μέσα σε καθρέφτες από μπετόν, διαλύοντας την νόηση της ευθείας, αντανακλώντας υπερμεγέθη τα είδωλα της απουσίας και την απώλεια μνήμης. Όλα αυτά χαραγμένα πάνω στις βρώμικες τέντες των πολυκατοικιών της πλατείας˙ στα γεράνια που μαραίνονται πίσω από τα παράθυρα των κομματικών γραφείων˙ στους ανθρώπους που οσφραίνονται το «Τίποτα». Έτσι για να γίνει σάρκα ο λόγος του ποιητή και της φωτιάς το προχώρημα. Εκείνο το «Προχώρημα» θυμότανε ο αναρχοκομμουνιστής γερο-Γιάννης Λεάκος, ο πρώτος στους τσαγκαράδες της Καλαμάτας, που όλο έκανε πως μαστόρευε στην πλατεία, για να βρίσκει πρόσχημα ν’ απιθώνει τις μνήμες του ολόγυρα στο τοπίο. Για κείνο το προχώρημα, που «Κίνημα της Καλαμάτας» το ‘λεγε ο «γέρος» μου, ‘κεί που τρώγαμε ψωμοτύρι, κατά το μεσημέρι, κοντά στη φωτιά με τη ψαρόκολλα.
Και ‘γω όλο ρώταγα:
- Μα γιατί τους σκοτώσανε; Σκεβότανε λίγο ο γέρος μου και δεν εύρισκε ν’ απαντήσει. Μόνο κούναγε το κεφάλι του και σιγανά έλεγε: – Το κράτος βλέπεις, η εξουσία, πήγανε ενάντιά της…
Τ’ άκουγα από μικρό παιδί, σαν κουβάλαγα καρέκλες με το καρότσι ή έκανα κουβέντα με τους τσαγκαράδες της πλατείας ή τους μουλάδες, στην οδό Τριπολιτσάς, που δουλεύανε ξύλα ή φέρετρα. Τότενες θυμάμαι, πως μέρες πολλές ήταν σα να ‘χα αγναντέψει ο ίδιος, από τη μεγάλη πόρτα της «Ηλεχτρικής Εταιρίας», την εργατιά, ν’ ανεβαίνει από την παραλία με σηκωμένες γροθιές, κουβαλώντας νεκρούς και κόκκινα λάβαρα. Να σκούζει για τις ζωές και το ψωμί που της παίρνανε. Άλλες φορές ήταν, σα να ‘χα καθίσει χάμω κοντά στις μανάδες που κλαίγανε τα νεκρά εργατόπουλα. Ακόμα και τώρα, σα βγεις κατά κείνες τις φτωχοσυνοικίες, που σα ζωντόβολα μείνανε να χαζεύουνε το χρόνο… σαν κάτσεις στη «Φυτεία» στο καπηλειό του «Θείου», ή ρωτήσεις τους ασπρομάλληδες λιμενεργάτες, όσοι μείνανε, θα σου πουν για «τότενες». Για τη Σφαγή», που γράψανε οι φυλλάδες… για το κίνημα το δικό τους, που λέγανε όσοι το ζήσανε… για τα εφτά εργατόπουλα, που θέρισαν οι σφαίρες των μακελάρηδων του λαού μας… για τους ανήμπορους και τους σακατεμένους από τα χτυπήματα…
Χρόνια τώρα, με παιδεύανε αυτές οι εικόνες. Δεν μπορώ παρά να μιλήσω για τους νεκρούς, να ιστορίσω όσα άκουσα. Το αίμα μαθές δεν ξεπλένεται, δεν συχάζει, παρά μόνο στη θύμηση και τον αγώνα. Το να ξεχνάς είναι κατάρα…

Οδοιπορικό από τα χίλια εννιακόσια μέχρι 1934: τα χρόνια της αντάρας και της μαζικής πάλης. Η κοινωνική εξέγερση στα χέρια των αριστερών. Το όνειρο, για την ουτοπία, την αδελφοσύνη, την καλύτερη ζωή, το ανέβασμα του ανθρώπου πάνω από τη βαθμίδα του ζώου. Η Εξέγερση. Η εξαθλίωση της εργατιάς και η απελπισία των λαϊκών μαζών. Το τζάμπα μεροκάματο και το ψωμί που έλειπε από τις φαμίλιες. Αναγκαστικό δάνειο, για τις βουλγάρικες αποζημιώσεις, διχοτόμηση του νομίσματος. Η ταξική πάλη στο αποκορύφωμά της. Όλο νεκροί και αίματα και συγκρούσεις και εξεγέρσεις.1923 Πανελλήνια εργατική απεργία, συγκρούσεις, νεκροί δυο εργάτες και 10 τραυματίες.1925 Απεργία στην Αθήνα. Δολοφονείται ο εργάτης Πατλάκος έξω από το Εργατικό Κέντρο.1926 Αιματηρές συμπλοκές στη Αθήνα, λαού, στρατού και αστυνομίας. Ο εργατικός λαός έχει ξεσηκωθεί ενάντια στις διχτατορικές τάσεις του Κονδύλη.
1927 Αγρίνιο 2 νεκροί. Θεσσαλονίκη 1 νεκρός, Αθήνα 3 νεκροί, Γ. Γεράλδης, Μ. Κόντος, Κούρδος Μπενούκας και 11 τραυματίες. 1931 Ελευσίνα, σκοτώνονται 4 εργάτες από το στρατό. 1933 Νάουσα. Απεργία στα υφαντουργία Λαναρά, Αλιβέρι. Σάμος 1 νεκρός. Σεπτεμβρίου 7, ο πρόεδρος της Ένωσης Φορτοεκφορτωτών Λιμένος Καλαμάτας Απόστολος Διαμαντόπουλος, πυροβολεί και σκοτώνει τον ιδιοκτήτη φορτηγίδας Κ. Καλογεράκο, πάνω σε διαφωνίες σε ζητήματα λιμενεργατών. Και μέσα σ’ όλα αυτά σωρό οι πρόσφυγες σε λιμάνια, υπόστεγα και παράγκες, φτηνά εργατικά χέρια στο «βωμό» της «ελληνικής» οικονομίας που πλούτιζε τους λίγους αφεντάδες. Όλα αυτά σε μια αέναη πορεία του Γένους, να γυρίζει γύρω από τον εαυτό του, να χάνει πατρίδες, οράματα και μνήμες και όλο ν’ ανασκαλεύει τη χαμένη του ύπαρξη.
Τα ίδια και στην Ευρώπη. Και εκεί συνεχείς συγκρούσεις. Κυρίαρχο γεγονός η ταξική πάλη, και μόνιμη διέξοδο για τον καπιταλισμό, η βία, η ένοπλη βία και ο φόνος, σα μόνη διαφυγή από το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των εργατικών εξεγέρσεων που φτάνανε στην αμφισβήτηση και τον κλονισμό του συστήματος. Αυξανόμενοι συνεχώς οι μηχανισμοί φοβίας και οι βίαιες πράξεις καθυπόταξης της ταξικής αναμέτρησης, με μόνιμο στόχο, να μη συντριβεί το σύστημα μέσα στην ογκούμενη ταξική πάλη.
Παρίσι, οι εργάτες πίσω από οδοφράγματα χτυπιούνται με τους φασίστες και στη Βιέννη και το Λιντς της Αυστρίας πυροβολούνται και μακελεύονται από τους φασίστες του Ντόλφους. Οι μεταλλωρύχοι, σε ένα γενικό ξεσηκωμό, με το όπλο στο χέρι, με αίματα χαράζουν τ’ όνομα της Αυστριακής Κομμούνας.
Στη χώρα μας προετοιμάζεται η εγκαθίδρυση της φασιστικής διχτατορίας. Οι εργαζόμενοι, απεργώντας, διεκδικούν το δικαίωμα για δουλειά και υπερασπίζονται τις ελευθερίες τους. Καμία άλλη περίοδος δεν έχει να παρουσιάσει τόσες μαζικές κινητοποιήσεις, ταξικές συγκρούσεις και απεργίες.1934 Ιανουάριος, 200 φυματικοί καπνεργάτες στη Θεσσαλονίκη, καταλαμβάνουν τα γραφεία του Ταμείου Ασφαλίσεων Καπνεργατών. Η αστυνομία σπάζει την πόρτα, γίνονται 200 συλλήψεις. Δολοφονική επίθεση κατά των φυλακισμένων κομμουνιστών στου Συγγρού. Διαδήλωση εργατών στη Λάρισα. Απεργία μεταλλωρύχων στο Λαύριο. Απεργία υφαντουργών στο Βόλο. Δίκη της «Κοινωνικής Αλληλεγγύης» και απόφαση που διατάσσει τη διάλυση της. Αγρότες καταλαμβάνουν, στα Αλώνια της Κατερίνης, αγροτικές εκτάσεις. Επίθεση φασιστών και Τριεψιλιτών στο εκλογικό κέντρο του Ενιαίου Μετώπου στην Αθήνα.
48ωρη απεργία των τροχιοδρομικών και αυτοκινητιστών στην Αθήνα, ενάντια στη ληστρική «Πάουερ». Συγκρούσεις εργατών με φασίστες στη Σταδίου, Δουργούτι και Καισαριανή. 100 εργάτες στην Αθήνα αμπαρώνονται στο εκλογικό τους κέντρο, η αστυνομία καταλαμβάνει το κέντρο με αντλίες και πιστολιές. Και μέσα σ’ όλα αυτά συνέρχεται η 6η ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ για να «καθορίσει» πως η «επικείμενη επανάσταση των εργατών στη χώρα μας θα έχει αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα, με γρήγορο πέρασμα στη σοσιαλιστική επανάσταση» και να καταδικάσει την «οπορτουνιστική-αντικομματική γραμμή» του Ασημίδη!! Φλεβάρης. Διαμαρτυρίες των φορτοεκφορτωτών λιμένος Καλαμάτας ότι το «σιλό» δημιουργεί ανεργία. Στις δημοτικές εκλογές του Δήμου Καβάλας νικάει το Ενιαίο Μέτωπο με δήμαρχο τον Παρτσαλίδη και σε 70 περίπου κοινότητες. Η κυβέρνηση Τσαλδάρη, συλλαμβάνει στη Καβάλα τον «κόκκινο δήμαρχο», διαδηλώσεις εργατών στη Καβάλα απαιτούν την απελευθέρωσή του.
Μάρτης. Οι τροχιοδρομικοί της Αθήνας, απεργούν για το δεκάλεπτο. Απεργούν ναυτεργάτες σε 17 ελληνικά καράβια που βρίσκονται σε εγγλέζικα λιμάνια. Πανεργατική απεργία στο Γύθειο. Στις επαναληπτικές εκλογές στις Σέρρες, βγαίνει «κόκκινος» δήμαρχος ο Μενύχτας. Συλλαλητήρια 7000 εργαζομένων στη Θεσσαλονίκη κατά των ξένων εταιριών. Δικάζεται στις 27/3 ο αντιφασίστας λογοτέχνης Καρβούνης, επειδή μετέφρασε την «Καστανή Βίβλο». Και μέσα σ’ όλα αυτά συνέρχεται το 5ο Συνέδριο του ΚΚΕ και εγκρίνει τις αποφάσεις της 6ης ολομέλειας για το χαρακτήρα της Επανάστασης στην Ελλάδα!!! Απρίλης. Έρχεται στην Καλαμάτα ο επόπτης εργασίας από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας Παπαδημητρίου, για την επίλυση του ζητήματος με το σιλό στο λιμάνι. Οι λιμενεργάτες επιμένουν να ζητούν τη δημιουργία Ταμείου Συντάξεως Φορτοεκφορτωτών με σκοπό να συνταξιοδοτηθούν οι υπερήλικες και αξιώνουν να τους καταβληθούν 8 δραχμές για κάθε τόννο εκφορτωμένου σίτου, αναδρομικά από το 1928. οι Κυλινδρόμυλοι αντιπροτείνουν 5 δραχμές ανά τόννο χωρίς αναδρομικά. Οι λιμενεργάτες αρνούνται και ετοιμάζονται για απεργία. Άνεργοι αρτεργάτες διαδηλώνουν στην Αθήνα, ζητώντας αυξήσεις των επιδομάτων του ΤΑΑ. Στάση εργασίας των υαλουργών στο εργοστάσιο λιπασμάτων στο Πειραιά. Άνεργοι στο Πειραιά συγκεντρώνονται έξω από το Δήμο, ζητώντας πασχαλινό επίδομα, η αστυνομία επιτίθεται, νεκρός ένας γέρος άνεργος και τραυματίες. Συγκρούσεις απεργών αρτεργατών και αστυνομίας στη Θεσσαλονίκη. Δικάζεται στη Καβάλα ο «κόκκινος» δήμαρχος και το Συμβούλιο του και καταδικάζονται πέντε σύμβουλοι σε 15 χρόνια φυλακή και εξορία. 24ωρη απεργία καπνεργατών και τσαγκαράδων. Επιδρομή στο «Ριζοσπάστη». Κατάσχεται ο «Αντιφασίστας».
Μάης. Οι εργάτες Αθήνας, Πειραιά, Βόλου, Λάρισας, Πάτρας, Καλαμάτας, Σερρών, Θεσσαλονίκης, Καβάλας, γιορτάζουν με 24ωρη απεργία την «κόκκινη» Πρωτομαγιά. Μαχητικές εκδηλώσεις στους δρόμους. Κυριακή 6 Μαΐου. Σύσκεψη στη Νομαρχία της Καλαμάτας, για την αντιμετώπιση της απεργίας των λιμενεργατών και τη λήψη μέτρων προστασίας των εγκαταστάσεων της «Ευαγγελίστριας». Ισχυρή δύναμη χωροφυλακής και στρατιωτών «πιάνει θέσεις» στο λιμάνι. Μαΐου 7. Οι λιμενεργάτες της Καλαμάτας, αποφασίζουν απεργία και στέλνουν αντιπροσώπους στην Αθήνα για διαπραγματεύσεις με τον υφυπουργό Εθνικής Οικονομίας Στεφανόπουλο.
Μαΐου 8. Το «Κίνημα της Καλαμάτας». Απεργούν οι λιμενεργάτες της Καλαμάτας, συγκρούονται με στρατό και αστυνομία, δολοφονούνται εφτά εργάτες. Και συνεχίζει ο ίδιος στην «Ελευθερία», την Κυριακή, 28 Απριλίου 2002: «Το Μάη του 1934, οι λιμενεργάτες και μυλεργάτες της Καλαμάτας, κάνανε απεργία. Πρόσφυγες οι περισσότεροι, όλοι με μόνη περιουσία τα μπράτσα τους, δεν είχανε να διαλέξουν. Θα παλεύανε για το ψωμί που τους παίρνανε.
Οι αλευροβιομήχανοι, είχανε φέρει απορροφητήρα να ξεφορτώνει το στάρι. Πολλοί θα μένανε άνεργοι. Οι εργάτες ζητούσαν 8 δραχμές, για κάθε τόννο σιτάρι που θα ξεφόρτωνε ο απορροφητήρας αναδρομικά από το 1828. Με τα λεφτά που ζητούσαν θα φτιάχνανε το Ταμείο Συντάξεων. Και πήρανε την απάντηση. Κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος. Στηθήκανε πολυβόλα ενάντια στους άοπλους απεργούς. Δολοφονήθηκαν εφτά εργάτες, από Στρατό και Αστυνομία. Πολλοί οι λαβωμένοι και οι σακατεμένοι από τις σφαίρες και τα χτυπήματα…
Είναι ζωντανή ακόμα η μνήμη από τις συγκρούσεις. Οι φυλλάδες της εποχής γράφουνε για σφαγή». Οι εργάτες, και όσοι άκουσαν από τους παλιούς, μιλάνε για «κίνημα» της εργατιάς ενάντια στ’ αφεντικά… Το παρακάτω κείμενο προσπαθεί να δώσει μια εικόνα εκείνης της σύγκρουσης και γράφτηκε με όσα άκουσα από μερικούς εργάτες και ό,τι βρήκα σε παλιές εφημερίδες γιατί όπως μου ‘λεγε ‘κείνος ο γερο-Γιάννης Λεάκος, παλιός κομμουνιστής που ‘ζησε τα γεγονότα: «Το αίμα μαθές δεν ξεπλένεται, δεν συχάζει, παρά μόνο στη θύμηση και τον αγώνα». Όλα γίνανε με κείνο το σιλό. Το ‘χανε πει οι αλευράδες, πως θα το φτιάχνανε. Ποιος να πιστέψει, μαθές, πως θα φέρνανε ‘να στόμα να ρουφάει το στάρι!
Τα μπράτσα μας, λέγαμε, δεν μπορούνε οι σκύλοι, να τα κάνουνε πέρα… Οι πιο ξύπνοι από μας και όσοι παγαίνανε με τους αναρχικούς, το λέγανε τα παιδιά: -Πρέπει να νοιαστούμε, μηχανές βάλανε και αλλού… Έτσι, πήγαμε στους αλευράδες και ζητάγαμε αποζημιώσεις για το ψωμί που θα χάναμε. Πήγαμε και στους δημάρχους, και είπαμε να ρίξουνε ‘να μάτι στη φτωχολογιά. Κοροϊδεύανε… Τον εργάτη δεν τον κοιτάει κανένας… Έτσι βγήκαμε στην απεργία… Αρχίσανε τα παζαρέματα. Οι εργάτες ζητάγανε 8 δραχμές για κάθε τόννο σιτάρι που θα ξεφόρτωνε η μηχανή. Οι αλευροβιομήχανοι καμώνονται πως το σκέφτονται. Θέλανε χρόνο. Να ετοιμαστεί η Αστυνομία και ο Στρατός, να ‘ρθουνε ενισχύσεις, γιατί όλη η πόλη ήταν ανάστατη. Είχανε πάρει την απόφαση, να χτυπήσουνε τους αναρχικούς…
Στις 9 του Μάη όλα ήτανε έτοιμα. Είχανε φτάσει ενισχύσεις και το φορτίο θα ‘φτανε τα μεσάνυχτα. Απόγευμα. Και όλα τα σκυλιά κατεβήκανε στο λιμάνι. Στρατός. Χωροφυλάκοι και κάτι ύποπτα μούτρα. Πιάσανε τα πόστα. Βγάλανε περίπολα να φοβερίζουνε τον κόσμο. Αργότερα στήσανε και πολυβόλα να μας λογοθυμίσουνε. Οι εργάτες όμως δεν το βάζανε κάτω. Μια μεγάλη ομάδα αποφασίζουμε, να ξενυχτήσει στο μουράγιο. Άλλοι στέλνονται στις γειτονιές να φωνάξουνε τον κόσμο, και πρωί-πρωί να κατέβουνε όλοι μαζί…
Ομάδες-ομάδες από τις γειτονιές οργανωμένα, κατηφορίζουν εργάτες και γυναικόπαιδα κατά το λιμάνι. Χτυπιούνται με τη φανταρία. Τα μπλόκα σπάζουν. Το μουράγιο πλημμυρίζει υψωμένες γροθιές. Ο τόπος τραντάζεται στις φωνές.«Ψωμί, Δουλειά!»… Μια εφημερίδα στις 10 του Μάη γράφει: «…αι αρχαί, διά να προστατεύσουν τους αλευροβιομήχανους, έλαβον έκτακτα στρατιωτικά μέτρα, θέσασαι εις επιφυλακήν όλας τας στρατιωτικάς δυνάμεις. Ισχυραί περίπολοι εξαπελύθησαν ανά την πόλιν, επίκαιρα σημεία της οποίας κατελήφθησαν και εφρουρήθησαν ισχυρώς. Εις την παραλίαν εστήνετο και εν πολυβόλον. Αυτή την όψιν παρουσίαζον αι Καλάμαι, όψιν πόλεως τελούσης εις κατάστασιν πραγματικής επαναστάσεως, με τους λιμενεργάτες και μυλεργάτες από το ένα μέρος, εις απεργίαν ευνοουμένην από ολόκληρον τον λαόν, και από το άλλο μέρος τον στρατόν και την χωροφυλακήν…»
Οχτώ, η ώρα το πρωί και βάζουν σε λειτουργία τον απορροφητήρα. Τα ατμόπλοιο «Λήμνος» αρχίζει να ξεφορτώνει. Η εργατιά ανταριάζεται και σαλεύει απειλητικά. Ο νομάρχης επεμβαίνει. – Παιδιά μην επιμένετε, θα μετανοήσετε. Το κράτος έχε τη δύναμη να επιβάλει τη θέλησή του. – Αυτή είναι και η τελευταία σας λέξη; – Καλά θα τα βρούμε σε λίγο, δηλώνει απειλητικά ο νομάρχης. Τίποτα όμως δεν μπορεί να σταματήσει τους εργάτες. Προσπαθούν να φτάσουνε στο σιλό, χτυπιούνται με τους υποκόπανους των όπλων, υποχωρούν. – Να πάρουμε μια μαούνα, φωνάζει κάποιος – γύρω στους 50 εργάτες ανεβαίνουν στη μαούνα, και μια βάρκα αρχίζει να τη σέρνει αργά-αργά, στο φορτηγό «Λήμνος». Ο κόσμος ενθουσιάζεται. – Μπράβο παιδιά. – Στο σιλό, στο σιλό! Και οι εργάτες ξαναορμάνε πάνω στη φανταρία και τους χωροφυλάκους να φτάσουνε στο σιλό. – Γυρίστε πίσω, κραυγάζει έξαλλος ο λοχαγός Παναγιωτόπουλος. Γυρίστε πίσω, γιατί θα φάτε το κεφάλι σας. – Ψωμί! – Δουλειά! – Να σταματήσει το σιλό!
Ο λοχαγός βγάζει το περίστροφο και αρχίζει να πυροβολεί τη μαούνα. Ήταν το σύνθημα. Φαντάροι και χωροφυλάκοι αρχίζουν να πυροβολούν στο ψαχνό. «Τότε ο στρατός, κατόπιν διαταγής των ανωτέρων του, ήρχισε να βάλλη πυρά ομαδόν εναντίον της λέμβου και των εις τον λιμένα εργατών χρησιμοποιώντας και οπλοπολυβόλον. Η συμπλοκή σκληρά και πεισματώδης διήρκησε περί τα 20’ της ώρας με αποτελέσματα απεριγράπτως τραγικά. Εκ των εργατών εφονεύθησαν πέντε… επίσης ετραυματίσθησαν περί τους 6 ή 10 εκ των απεργών… ο αριθμός των ριφθέντων πυροβολισμών δι’ όπλων και οπλοπολυβόλου είναι αδύνατον να καθωρισθή…» Ο Μαραγκουδάκης, ο Γαργατσίνης, ο Κολιτσιδάκης βάφουν με το αίμα τους τα γέρικα ξύλα της μαούνας. – Μας σκοτώνουν! – Κακούργοι, δολοφόνοι, φονιάδες!
Το πλήθος ξαναρίχνεται πάνω στους στρατιώτες που συνεχίζουν το τουφεκίδι. Δύο λιμενεργάτες, πηδάνε σε μια βάρκα και τρέχουν να βοηθήσουν, τ’ αδέρφια τους, που ντουφεκίζονται πάνω στη νεκροφόρα μαούνα. Δένουν τα μπαρούμια της και αρχίζουν να την τραβάνε στη παραλία. «Τότενες κρατήσαμε την ανάσα μας, μερικοί πιάσαμε τα ζεστά ακόμα κορμιά των αδερφών μας, και τα σηκώσαμε. Ένας ψίθυρος… Κραυγές. Κλάματα και κατάρες. Κι’ ένα τραγούδι, ζεστό σαν το αίμα που κύλαγε στα χέρια μας.
Πέσατε θύματα, αδέρφια εσείς σε άνιση μάχη κι’ αγώνα, ζωή, λευτεριά και τιμή του λαού γυρεύοντας βρήκατε μνήμα.
Οι φαντάροι λες και τρομάξανε, πάψανε το τουφεκίδι. Κάνανε πίσω. Ένας λοχίας και δύο φαντάροι, πετάξανε τα όπλα τους και ενωθήκανε με το πλήθος. «οι εργάτες εν εξάλλω πλέον καταστάσει παρέλαβον τα πτώματα… και ήρχισαν να τα περιφέρουν ανά τας οδούς της παραλίας και τας κεντρικάς πλατείας, κραυγάζοντες και καταρώμενοι τους δολοφόνους… οι γυναίκες των εργατών αγνοούσαι τα ονόματα των θυμάτων έσπευσαν εν αλλοφροσύνη πλησίον των νεκρών…» Η πόλη σαν έμαθε το τι έγινε αναστατώθηκε. Ο κόσμος βγήκε στους δρόμους και ενώθηκε με τους απεργούς. Κατά της 11 οι απεργοί ανεβαίνοντας την οδό Αριστομένους, χτυπιούνται πάλι από αστυνομικούς και φανταρία, και πέφτουν πάλι δύο εργάτες νεκροί, και ακόμα τρεις τραυματίζονται σοβαρά.«…οι εργάτες έχοντες δύο πτώματα φονευθέντων ανεχώρησαν εκ της παραλίας και διά της οδού Αριστομένους ανήρχοντο προς την πόλιν. Καθ’ οδόν ελιθοβόλησαν την Τράπεζαν Αθηνών και κατόπιν ομάς εξ αυτών, ανελθούσα εις την οικίαν του κυριοτέρου των μετόχων του Κυλινδρομύλου κ. Πάστρα, έθραυσε τα εν αυτή έπιπλα και παν ό,τι ευρίσκεντο εντός. Εν συνεχεία εσταμάτησαν ένα τραμ του οποίου έσπασαν με ξύλα τα τζάμια».
Τεράστια όμως διαδήλωση, από όλο το λαό της πόλης, επιτίθεται και διαλύει τη φρουρά του υπολοχαγού Παναγιωτάκου τραυματίζοντας πολλούς από αυτούς. Όμως, η πάλη είναι άνιση. Οι απεργοί χτυπιούνται χωρίς οίκτο. Ξεκόβονται οι μικρές ομάδες και κλείνονται στις γειτονιές, πολιορκούμενοι από τους στρατιώτες. «Εν τω μεταξύ τα πτώματα παραμένουν εκτεθειμένα στους δρόμους, απηγορεύθη δε να παραληφθούν». Για να ησυχάσουν τα πνεύματα, δίνεται διαταγή να φύγει το φορτηγό με το στάρι και να πάψει η λειτουργία του σιλό. Συνάμα φτάνουν ενισχύσεις από Τρίπολη και Νάουσα. Ακόμα, όργανα των αφεντικών, γυροφέρνουν τις πολιορκούμενες φτωχογειτονιές, να φωνάζουν ότι ο διευθυντής των μύλων «Ευαγγελίστρια», Τραβασάρος, δέχεται να πληρώσει στους λιμενεργάτες 6 δραχμές τον τόννο για εκφορτωτικά μέχρι το ποσό των 1.250.000 δραχμών, που ήταν αναγκαίο για τη λειτουργία του Ταμείου Συντάξεως, μήπως και ησυχάσουν τα πνεύματα.
Οι απεργοί μετράνε τους νεκρούς τους: Γιάννης Κολιτσιδάκης, Βασίλης Γιαλατσινός, Αντώνης Μαραγκουδάκης, Ανδρέας Σπάλας, Π. Πηλίκας, Μούντανος, Καραμπατέας. Σοβαρά τραυματισμένοι: Παμπούκας, Πιτσίρης, Πάμπας, Σ. Πολίτης, Ανδρ. Πετρόπουλος, Μ. Φουρίδης, Αθ. Εληάς, Σαρακηνός, Μπαφαρέας, Μ. Καμπαρόλος, Αθ. Γαϊτάνος, Α. Γιαννιτσόγλου, Μαρία Γκριτζιώτη και 12 ακόμα ελαφρά τραυματισμένοι.
Στα πτώματα και τους τραυματίες βρέθηκαν και τραύματα από γκράδες, κι οι απεργοί μίλαγαν μετά για πολίτες» που πυροβολούσαν κατά των απεργών. Σαν πρωταίτιοι για τα επεισόδια, συνελήφθησαν οι εργάτες Σταθάκος και Νιάρχος, που αργότερα μαζί με άλλους εργάτες, θα δικαστούν και θα καταδικασθούν σε βαριές ποινές και εκτόπιση.
Περάσανε χρόνια πολλά από τότε, και αντί ολόγυρα στη Ντουάνα, να ‘ναι οι δρόμοι με τα ονόματα των εφτά νεκρών λιμενεργατών, και κάτω από κάθε όνομα η ένδειξη: «Λιμενεργάτης. Ζήταγε ψωμί, δολοφονήθηκε από το κράτος το 1934», δεν υπάρχει τίποτα. Μόνο κάτι σαν λειωμένο αχλάδι, στήθηκε το 1994, μνημείο λένε, για τους νεκρούς λιμενεργάτες! Ακόμα και η μνήμη αδυνάτισε. Η σφαγή ξεχάστηκε τόσο, που ακόμα και οι εργάτες την Πρωτομαγιά δεν πάνε εκεί στο μουράγιο, τον τόπο της θυσίας, να τιμήσουν τους νεκρούς τους. Μείνανε κάτι λίγοι, περίεργοι, ρομαντικοί, περιθωριακοί και αλαφροΐσκιωτοι, κρυφά κάθε Πρωτομαγιά, να βάζουν δυο τρία κόκκινα γαρούφαλλα, στην άκρη στο μουράγιο, ‘κει που ήτανε το σιλό, ή τα ρίχνουνε μέσα στο λιμάνι, τιμή και θύμηση στα αδικοχαμένα εργατόπουλα…
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά την 29/11/1976 σε δύο συνέχειες στην εφημερίδα «Μάχη» της Καλαμάτας, και ήταν ‘κείνος ο αγωνιστής δημοσιογράφος Ξιάρχος που με προέτρεψε και δέχτηκε, κείνες τις δύσκολες εποχές, να δημοσιεύσει το κείμενο. Από τότε περάσανε χρόνια πολλά και όταν το ξανακοίταξα, δεν είχα τίποτα να προσθέσω, παρά μόνο μερικά συμπληρωματικά στοιχεία στο τέλος και φωτογραφίες που βρήκα από εφημερίδες της εποχής)».
Συνεχίζεται
Related Link: http://ngnm.vrahokipos.ne
*
Στη φωτογραφία οι μύλοι όπως ήταν το 2007. Πηγή:  http://indy-diamonds.blogspot.com/2007_05_01_archive.html